τελειώματος

τελειώματος
τελείωμα
completion
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έγκαρπος — ο (AM ἔγκαρπος, ον) 1. αυτός που περιέχει καρπό 2. το ουδ. ως ουσ. το έγκαρπο (Α τὰ ἔγκαρπα) είδος διακοσμήσεως με καρπούς και φύλλα, γιρλάντα νεοελλ. είδος τελειώματος σε ύφασμα, φεστόνι αρχ. 1. προϊόν, καρπός 2. μέρος ή το δέκατο τής παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • κοίλανση ή εκβολή — Μέθοδος μηχανικής επεξεργασίας, η οποία εκμεταλλεύεται την ιδιότητα ελατότητας ορισμένων μετάλλων και συνθετικών υλών, για να τα μεταβάλει από κομμάτια ή πλάκες, σε κοίλα σώματα, με διατομή μικρότερη από τη διατομή του αρχικού τεμαχίου και με… …   Dictionary of Greek

  • προκατασκευή (οικοδομική) — Σύγχρονη οικοδομική τεχνική στην οποία καταφεύγει η οικοδομική βιομηχανία για να οργανώσει κατά ορθολογιστικότερο τρόπο την παραγωγή της. Π. σημαίνει την εκτός εργοταξίου βιομηχανική κατασκευή τμημάτων του κτιρίου, ικανών να χρησιμοποιηθούν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”